ἐγκωμιογράφος

ἐγκωμιογράφος
ἐγκωμιο-γράφος [ᾰ], ,
A panegyric-writer, Artem.1.56 (pl.);

εἰς τὸν αὐτοκράτορα IG7.1773.11

([place name] Thebes).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐγκωμιογράφους — ἐγκωμιογράφος panegyric writer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”